οργογοργονίστρια

οργογοργονίστρια
ὀργογοργονίστρια, ἡ (Α)
επίθετο τού Ερινύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργή + θ. γοργον- τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ) + κατάλ. -ίστρια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”